σκυζώ

σκυζώ
-άω, Α [σκύζα]
1. κατέχομαι από σφοδρή σαρκική επιθυμία, από οργασμό
2. (για σκύλο) αλυχτώ κατά την διάρκεια τού ύπνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποσκυδμαίνω — (ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και σκύζω) [σκυδμαίνω] είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • σκύζησις — ήσεως, ἡ, Α [σκυζῶ] η εποχή τού οργασμού ή τής κύησης στους σκύλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”